στενωπή

στενωπή
η
μικρή οπή φωτογραφικής μηχανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στενωπή — η, ΝΑ στενωπός νεοελλ. μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό έλασμα ή χαρτόνι, που εφαρμόζεται στη θέση τού φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τόν αντικαταστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. στενωπός, ή, όν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”